- παρηγόρημα
- παρηγόρημαexhortationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρηγόρημα — το, ΜΑ [παρηγορώ] παραμυθία, παρηγοριά αρχ. 1. προτροπή, συμβουλή, παραίνεση 2. αντίδοτο ή θεραπευτικό μέσο 3. συνεκδ. θεραπεία … Dictionary of Greek
παρηγορημάτων — παρηγόρημα exhortation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορήμασιν — παρηγόρημα exhortation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηγορήματα — παρηγόρημα exhortation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοπαρηγόρημα — τὸ, Μ παρηγόρημα τής ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παρηγόρημα (< παρηγορῶ)] … Dictionary of Greek